- λοβός
- Σαφώς οροθετημένη υποδιαίρεση ενός οργάνου, για παράδειγμα, του εγκεφάλου, του ήπατος, των πνευμόνων, του θυρεοειδούς, της υπόφυσης κλπ. Τα όρια είναι συνήθως ανατομικές δομές, όπως διαφράγματα, αύλακες ή σχισμές. Επίσης, έτσι ονομάζεται η ανατομική δομή που προβάλλει, όπως, για παράδειγμα, ο λ. στο αφτί.
λοβεκτομή. Χειρουργική αφαίρεση ενός λ. συμπαγούς οργάνου, όπως του ήπατος, του πνεύμονα, του θυρεοειδούς αδένα, του εγκεφάλου, που συνήθως αφαιρείται επειδή έχει προσβληθεί από νεόπλασμα.
* * *ο (AM λοβός, Μ και λόβος)1. το σαρκώδες κάτω μέρος τού αφτιού («ευτρήτοισι λοβοῑσιν», Ομ. Ιλ.)2. ανατ. υποστρόγγυλο και προεξέχον τμήμα ενός λοβωτού οργάνου (α. «λοβός τού εγκεφάλου» β. «λοβός τού πνεύμονα» γ. «λοβός τού ήπατος»)3. τύπος ξηρού διαρρηκτού καρπού, αλλ. χέδρωπας, κν. λουβίνεοελλ.1. μικρό τόξο βυζαντινού ή γοτθικού ρυθμού2. (ηλεκτρομαγν.) τμήμα τού διαγράμματος ακτινοβολίας κατευθυντικής κεραίας στο οποίο εμφανίζεται αυξημένη η ισχύς τού εκπεμπόμενου ή λαμβανόμενου σήματος3. φρ. ζωολ. α) «κεφαλικός λοβός» — προεξοχή που βρίσκεται στην πρόσθια περιοχή τού μετώπου σε ορισμένες αράχνεςβ) «οπτικός λοβός» — πλάγιες προεξοχές τού θώρακα ορισμένων εντόμων οι οποίες προεκτείνονται προς τα μάτιανεοελλ.-μσν.ξύλινος δακτύλιος, απλός ή με ισχυρό τρόχιλο, που χρησιμεύει για την ένταση και τη συστέωση αγομένων τής εξαρτίας, κν. μπιγότααρχ.1. το άκρο τού ήπατος ή και ολόκληρο το ήπαρ2. πνεύμονας3. το λευκό μέρος τών πετάλων τών ρόδων, αλλ. όνυξ.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμ. *lob- τής ΙΕ ρ. *lēb- «κρεμάω χαλαρά» και «χείλος» και συνδέεται με αγγλοσαξ. loeppa «άκρον, κορυφή» και ēarloeppa «ο λοβός τού αφτιού», μέσο γερμ. ōr-lepel «λοβός αφτιού» και λατ. lăbāre «γλιστρώ». Κατ' άλλη άποψη, αν η σημασία τού λοβός «κέλυφος, περίβλημα καρπού» είναι η αρχική, ο τ. μπορεί να συνδεθεί με λατ. legūmen «όσπριο» και είτε πρόκειται για παράλληλα δάνεια, είτε ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *legw(πρβλ. λεβηρίς , [i]λέβινθον). Ίσως, τελικά, δύο διαφορετικές στην προέλευση τους λέξεις, μια τον λοβό τού αφτιού και μια άλλη για το περίβλημα τών καρπών, να συγχωνεύθηκαν στην Ελληνική στην ίδια λ.].
Dictionary of Greek. 2013.